φωτόφιλος

φωτόφιλος
-η, -ο, Ν
1. αυτός που αγαπά το φως, που τού αρέσει το φως
2. φρ. α) «φωτόφιλη φάση»
βοτ. φάση στον κύκλο ζωής τών φυτών κατά την οποία το φως επάγει την ανθοφορία
β) «φωτόφιλος οργανισμός»
βιολ. οργανισμός που ευδοκιμεί σε συνθήκες άπλετου φωτισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. photophilic].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”